κατιδιοποιούμαι

κατιδιοποιούμαι
κατιδιοποιοῡμαι, -έομαι (Α)
θεωρώ τον εαυτό μου ως ιδιαίτερο, ανεξάρτητο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”